- περιεμφανίζω
- Ααποδεικνύω, εξηγώ με αποδείξεις («περιεμφανίσαι τίνι τρόπῳ τὴν κίνησιν λαμβάνειν», Ηρων.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιεμφανίσαι — περιεμφανίζω demonstrate aor inf act περιεμφανίσαῑ , περιεμφανίζω demonstrate aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)